ΜΗΝ ΞΕΧΝΆΣ ΤΟΝ ΣΤΊΒΕΝ

Here is a free sample of Μην ξεχνάσ Τον στίβεν for your reading pleasure!

Details and buy links

Κεφάλαιο 1

Ο Στίβεν στάθηκε για λίγο έξω από το σπίτι πριν μπει μέσα. Το σπίτι ήταν ήσυχο, δεν ακούγονταν φωνές ούτε δυνατή μουσική ούτε τηλεόραση. Η μηχανή του Τζακ και το αυτοκίνητο του Ρας ήταν παρκαρισμένα στο δρόμο, οπότε αυτοί οι δύο ήταν σίγουρα στο σπίτι. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ο Στίβεν αντίκρισε την αντανάκλασή του στο τζάμι της πόρτας πριν την ανοίξει. Ψηλός για την ηλικία του, υπερβολικά αδύνατος, μια αχτένιστη λίγο πιο μακριά και ατίθαση τούφα από σκούρα μαλλιά  και σκούρα μάτια που η έντασή τους ξάφνιαζε ακόμα και τον ίδιο μερικές φορές όταν τα αντίκριζε. Ο Στίβεν πήρε μια αργή ανάσα, άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα και μπήκε μέσα. 

Ανεξάρτητα από το αν έμπαινε από την μπροστινή ή την πίσω πόρτα – και πάντα χρησιμοποιούσε την πίσω- για να φτάσει στον διάδρομο που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια έπρεπε να περάσει από το σαλόνι. Αυτό σήμαινε ότι ήταν, τουλάχιστον για λίγα δευτερόλεπτα, πάντα εκτεθειμένος, καθώς πριν φτάσει στην ασφάλεια του δωματίου του έπρεπε να περάσει από την πλαϊνή πλευρά του σαλονιού. Ο Στίβεν περπάτησε αθόρυβα στο κολλώδες πάτωμα της κουζίνας με τα φθαρμένα  αθλητικά του παπούτσια και κοίταξε νευρικά προς το σαλόνι. Η λάμψη της τηλεόρασης γέμιζε το δωμάτιο με ένα τρεμάμενο, γαλαζωπό φως και με μια δραματική μουσική. Δεν ήταν κάποια άγρια ή βίαιη ταινία, κάτι πιο ήσυχο, μάλλον κάποιο είδος πορνό. Δεν μπορούσε να δει την καρέκλα του Ρας από την κουζίνα, αλλά μπορούσε να δει τον Τζακ να βυθισμένο στον καναπέ να χαμουρεύεται με μια κοπέλα. Καλό σημάδι αυτό! Αν είχαν και οι δύο κορίτσια, μάλλον θα τον άφηναν ήσυχο. Το φτηνό άρωμα της κοπέλας έφτανε μέχρι την κουζίνα, κάνοντάς τον να νιώθει αναγούλα.

Ο Στίβεν κατάπιε δυνατά και έριξε το βλέμμα του στα φθαρμένα, τρύπια παπούτσια του, καθώς διέσχιζε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο. Ήλπιζε πως αν τα βλέμματά τους δεν συναντιόντουσαν, θα πέρναγε απαρατήρητος χωρίς να τους τραβήξει την προσοχή. Ήλπιζε ότι απλώς θα συνέχιζαν αυτό που έκαναν και θα τον άφηναν ήσυχο.

Έπιασε! Ποτέ δεν ήξερε πότε θα λειτουργούσε και πότε το δωμάτιο θα εκρήγνυτο γύρω του. Ο Στίβεν περπατώντας στις μύτες των ποδιών του μπήκε στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα με ένα απαλό κλικ. 

Ακούγοντας σχεδόν τον κτύπο της καρδιάς του, έβγαλε μια βαθιά ανάσα και πέταξε τα σχολικά του βιβλία πάνω στο κρεβάτι. Πήγε στη ντουλάπα του, άνοιξε ένα συρτάρι και έψαξε στο πίσω μέρος κάτω από τα πουκάμισά του για το μπουκάλι. Ξεβίδωσε το καπάκι και ξάπλωσε στο κρεβάτι, έσκισε ένα χαρτόνι από το εξώφυλλο ενός βιβλίου και έκλεισε έξω όλο τον κόσμο.

Ο Λίο στεκόταν παρακολουθούσε την πόρτα του Στίβεν, περιμένοντας τον να βγει. Ο Στίβεν ως συνήθως είχε αργήσει. Όταν τελικά το ψηλό, αδύνατο αγόρι βγήκε από την πόρτα, είχαν ήδη καθυστερήσει μισή ώρα για το σχολείο. Ο Στίβεν φορούσε σκούρα γυαλιά και είχε τα βιβλία του κάτω από τη μασχάλη του. 

“Γεια σου, Λίο”, τον χαιρέτησε χαμηλόφωνα. 

“Γεια σου, Στίβι. Τι τρέχει;” ρώτησε ο Λίο, τινάζοντας τα μαλλιά του, που ήταν μακρύτερα και πιο ανοιχτόχρωμα από του Στίβεν, όχι όμως και τα μάτια του. 

“Τίποτα”, είπε ο Στίβεν ανασηκώνοντας τους ώμους του. “Πώς πάει;”

“Ωραία, εκτός από το ότι άργησες πάλι”, επισήμανε ο Λίο.

Ο Λίο άγγιξε τα γυαλιά του Στίβεν, σπρώχνοντάς τα προς τα κάτω για να δει τα μάτια του. Ο Στίβεν ζάρωσε τα μάτια του λόγω του δυνατού ήλιου και σκίασε τα μάτια του με το χέρι του. “Έι, Λίο!”

Ο Λίο έγνεψε. “Έχεις κάνει κεφάλι, ε;”

Ο Στίβεν σήκωσε τους ώμους. “Έτσι νομίζω”, συμφώνησε με κόπο, σπρώχνοντας ξανά τα γυαλιά του προς τα πάνω.

“Καλύτερα να βιαστούμε για το σχολείο”.

Ο Στίβεν έγνεψε και πήραν το δρόμο.

Ο Στίβεν μπήκε σκυφτός στην αίθουσα Φυσικών Επιστημών και κάθισε μαζεμένος στο θρανίο του. Ο κ. Μπένετ σταμάτησε την παράδοση και παρακολουθούσε τον Στίβεν να παίρνει τη θέση του. 

“Άργησες, ΜακΚόι”, τόνισε.

“Το ξέρω”, συμφώνησε ο Στίβεν, αφήνοντας τα βιβλία του στο πάτωμα.

“Το μάθημα έχει σχεδόν τελειώσει. Έφερες σημείωμα;” τον ρώτησε.

“Όχι”. Και πότε είχε φέρει ο Στίβεν σημείωμα από το σπίτι;

“Γιατί άργησες;” ρώτησε ο Μπένετ, με μια νότα απογοήτευσης στη φωνή του.

“Κοιμήθηκα αργά”, είπε ο Στίβεν με απόλυτη ειλικρίνεια.

Ακούστηκαν χαχανητά από όλη την αίθουσα. Τον Στίβεν δεν τον ένοιαζε τι σκέφτονταν γι’ αυτόν οι υπόλοιποι μαθητές. Μπορούσαν να γελάνε όσο ήθελαν. 

“Έχεις αργήσει πάρα πολλές φορές στο μάθημα”, συνέχισε ο Μπένετ. “Έχεις μπει καν στον κόπο να το παρατηρήσεις;”

Ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους του.

“Καλά… Θα τα πούμε αργότερα”, είπε ο Μπένετ, κούνησε το κεφάλι του και γύρισε στον πίνακα για να συνεχίσει το μάθημα.

Ο Στίβεν έχωσε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, που είχε διπλώσει πάνω στο θρανίο. Έκλεισε τα μάτια του και άκουγε τον καθηγητή να παραδίνει το μάθημα.

Πολύ σύντομα, το κουδούνι τον ξύπνησε από τον υπνάκο του. Σηκώθηκε, τεντώνοντας τους δύσκαμπτους μύες του. Έριξε μια ματιά στον κ. Μπένετ για να δει αν θα τον κρατούσε μετά το μάθημα. Ο Μπένετ ήταν απασχολημένος με το σβήσιμο του πίνακα και δεν έδωσε σημασία στον Στίβεν. Ο Στίβεν πήρε τα βιβλία του και έφυγε για το επόμενο μάθημα.

Ο αέρας της καφετέριας ήταν βαρύς από τη μυρωδιά του λίπους και το βουητό των εκατοντάδων συζητήσεων. Ο Στίβεν κάθισε σε ένα από τα μακριά τραπέζια, κλεισμένος στον εαυτό του, με τους αγκώνες του στο τραπέζι- η προσοχή του ήταν στραμμένη στο σάντουιτς που κρατούσε και με τα δυο του χέρια. Η Σάσα πήγε και κάθισε απέναντί του, αφήνοντας κάτω τα βιβλία της.

“Γεια σου, Στίβι”, τον χαιρέτησε.

Ο Στίβεν σήκωσε το βλέμμα του στο χαρούμενο και γλυκό πρόσωπο της Σάσα, που πλαισιωνόταν από κόκκινα μαλλιά μέχρι τους ώμους. “Γεια σου, Σας”, της ανταπέδωσε το χαιρετισμό μέσα από μια μπουκιά σάντουιτς.

“Τι σερβίρουν σήμερα;”

Ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους, κόβοντας άλλη μια μπουκιά από το σάντουιτς του. Η Σάσα τον παρακολουθούσε για ένα λεπτό να τρώει, με το σαγόνι του να δουλεύει ακούραστο και τα καταγάλανα μάτια της έλαμπαν.

“Θα σε χορτάσει αυτό;” διερωτήθηκε.

“Πρέπει…”, τόνισε ο Στίβεν. Η Σάσα ήξερε ότι δεν είχε χρήματα για να αγοράσει κάτι άλλο, ούτε φαγητό για να φέρει από το σπίτι. Το πρόγραμμα του σχολικού γεύματος περιείχε μόνο μικρές μερίδες και δεν περιελάμβανε κανένα από τα ζεστά φαγητά που πρόσφερε η καφετέρια, οι μυρωδιές των οποίων αιωρούνταν δελεαστικά στον αέρα. 

“Θα πάω να σου φέρω κάτι, αν θέλεις”, προσφέρθηκε η Σάσα.

“Ό,τι θέλεις”, συμφώνησε ο Στίβεν ανασηκώνοντας τους ώμους του. 

Δεν τον έπαιρνε να είναι πολύ περήφανος ώστε να μην πάρει φαγητό από μια φίλη. Εξάλλου, το μεσημεριανό γεύμα ήταν συχνά το μοναδικό γεύμα που έτρωγε όλη μέρα. Η Σάσα έγνεψε και πήγε στον πάγκο του φαγητού.

Εκεί δίπλα καθόταν ένα αγόρι  ξανθό με πλατύ, ροζ πρόσωπο που δεν γνώριζε ο Στίβεν. Κοίταξε προς το μέρος του και χλεύασε τον Στίβεν. “Αφήνεις το κορίτσι σου να σου αγοράζει το μεσημεριανό σου;” ρώτησε, με τα χείλη του να σουφρώνουν.

Ο Στίβεν εκπλήχθηκε από τη διακοπή. Κοίταξε το αγόρι εξεταστικά. Το αγόρι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμο ή καλά αναπτυγμένο. Ο Στίβεν ήξερε ότι οι αδύνατοι, μυώδεις άντρες μπορούσαν να είναι δυνατοί, όπως ο Ρας, αλλά αυτό το αγόρι έμοιαζε μαλθακό.

“Ακριβώς”, συμφώνησε ο Στίβεν με άχρωμη, ελεγχόμενη φωνή.

“Δεν έχεις καθόλου περηφάνια, ρε φίλε;”

“Όχι.”

“Είσαι αξιολύπητος”.

Ο Στίβεν έβαλε την τελευταία μπουκιά σάντουιτς στο στόμα του και σηκώθηκε. Έχωσε τα δάχτυλά του στα φουντωτά ξανθά μαλλιά του αγοριού και τον τράβηξε με δύναμη κάνοντάς το να πέσει στα γόνατα. “Τελείωσες;”

Το άλλο αγόρι αντιστάθηκε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πονέσει περισσότερο και να μείνει ακίνητο. “Άσε με!” επέμενε.

“Δεν νομίζω”, είπε ο Στίβεν ήρεμα. “Δεν μου αρέσεις”.

“Έλα ρε φίλε! Πλάκα έκανα!” διαμαρτυρήθηκε, πνίγοντας ένα αδύναμο γέλιο.

Ο Στίβεν τράβηξε με δύναμη το κεφάλι του αγοριού προς τα πίσω. ” Εγώ δεν έχω καμία αίσθηση του χιούμορ. Κατάλαβες;” ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει τον τόνο της φωνής του χαμηλό και σταθερό. 

“Ναι, συγγνώμη φίλε, μόνο άσε με να φύγω!”, τραύλισε το αγόρι.

Ο Στίβεν χαλάρωσε σιγά σιγά τη λαβή του. Το άλλο αγόρι πήδηξε προς τα πίσω και αμέσως μετά όρμησε προς τα εμπρός σχεδόν πετώντας. Ο Στίβεν κοίταξε γύρω του στην καφετέρια, ενώ στεκόταν παθητικός για να προλάβει την επίθεση. Το ένστικτό του αποδείχτηκε σωστό – ο Διευθυντής μόλις έμπαινε στην αίθουσα. Ήταν ελαφρώς υπέρβαρος, ελαφρώς φαλακρός και φορούσε ένα άσχημο καφέ κοστούμι που ουσιαστικά δεν του πήγαινε καθόλου. Ο Στίβεν κοίταξε το άλλο αγόρι.

“Γιατί δεν τα παρατάς;”

“Είσαι κι εσύ δειλός;” ειρωνεύτηκε το αγόρι, ενώ το ροδαλό πρόσωπό του είχε πλέον κοκκινίσει από το θυμό.

Ο Στίβεν απέκρουσε άλλη μια γροθιά. Το αγόρι πλησίασε πιο κοντά.

“Έλα, πάλεψε! Είσαι ένας δειλός φλώρος!” τον ειρωνευόταν με μανία. ” Μήπως βάζεις το κορίτσι σου και να παλεύει για σένα;”

Ο Στίβεν απομακρύνθηκε. Το αγόρι κόντεψε να μείνει στον τόπο από το φόβο του όταν ο Διευθυντής έβαλε το χέρι του στον ώμο του για να τον σταματήσει.

“Βάζεις κάποιον άλλον να παλεύει για λογαριασμό σου!” είπε το αγόρι με δυσπιστία. Τεντώθηκε και γύρισε προς τα πίσω έτοιμος να επιτεθεί. Όταν είδε ποιος ήταν, χαμήλωσε τις γροθιές του και το χρώμα χάθηκε από το πρόσωπο του.

“Νομίζω ότι μόλις κέρδισες μια αποβολή”, ανακοίνωσε με σοβαρότητα ο Διευθυντής. “Πήγαινε στο γραφείο, θα σε προφτάσω και θα σε γράψω στο ποινολόγιο”.

Το αγόρι κοίταξε ξανά τον Στίβεν. “Δεν τελειώσαμε ακόμα”, τον προειδοποίησε αυστηρά. 

Ο Στίβεν έγνεψε. Το άλλο αγόρι βγήκε με ορμή από την καφετέρια. Ο Διευθυντής κοίταξε εξεταστικά τον Στίβεν. Τα ρούχα του Στίβεν μύριζαν μπαγιάτικο καπνό τσιγάρου. ” Πάλι μπλέχτηκες, ΜακΚόι”. 

” Δεν του ρίχτηκα εγώ. Αυτός το ξεκίνησε”, τόνισε ο Στίβεν.

“Αυτή τη φορά, μπορεί, επειδή με είδες να έρχομαι”.

Ο Στίβεν σήκωσε τα φρύδια του και κάθισε στο τραπέζι για να φάει το υπόλοιπο γεύμα του άλλου αγοριού. “Και τι έγινε αν το έκανα εγώ;” ρώτησε.

“Έμαθα ότι άργησες πάλι σήμερα”.

“Τίποτα καινούργιο;” Ο Στίβεν πήρε το σάντουιτς και δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά.

“Δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα καλό από εδώ, αν αργείς πάντα. Ξέρω ότι μόνος μου τα λέω μόνος μου τα ακούω, αλλά μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να σε πείσω για τη σημασία του σχολείου”, είπε με σοβαρότητα ο Διευθυντής.

“Έρχομαι, έτσι δεν είναι;” ανταπάντησε ο Στίβεν.

“Ίσως”, παραδέχτηκε ο Διευθυντής. “Αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί έρχεσαι. Δεν νομίζω ότι μαθαίνεις τίποτα. Για να πάρεις απολυτήριο πρέπει να κάνεις κάτι περισσότερο από απλώς να έρχεσαι στο σχολείο”.

“Θα με αποβάλλετε από το σχολείο;” ζήτησε να μάθει ο Στίβεν.

“Όχι αυτή τη φορά”, αναστέναξε ο άντρας.

“”Θα με αποβάλλετε;”” επέμεινε ο Στίβεν αποφασιστικά.

“Ξέρεις ότι δεν θα το έκανα αυτό χωρίς μια πολύ καλή δικαιολογία”.

“Τότε, αν δεν σας πειράζει”, είπε ο Στίβεν εκνευρισμένος, “θα ήθελα να φάω το μεσημεριανό μου, ώστε να προλάβω να πάω στο επόμενο μάθημα”.

Ο άνδρας τον κοίταζε για μια στιγμή σιωπηλός. Ο Στίβεν συνέχισε απτόητος να μασουλάει το σάντουιτς. Ο Διευθυντής γύρισε να φύγει.

“Θα σε παρακολουθώ, ΜακΚόι”, τον προειδοποίησε.

“Κι εγώ θα σας προσέχω”, είπε ο Στίβεν ξερά.

Ο Διευθυντής χαμογέλασε ειρωνικά, κούνησε το κεφάλι του και κατευθύνθηκε πίσω στο γραφείο του.

Όταν επέστρεψε η Σάσα, ο Στίβεν μόλις είχε τελειώσει τις πατάτες του άλλου αγοριού.

” Προς τι όλος αυτός ο αναβρασμός;” ρώτησε χαμογελώντας. “Τι έκανες και θύμωσε ο Πότερ;”

“Έτσι τον λένε;” ρώτησε ο Στίβεν αδιάφορα.

“Ναι, δεν ήξερες καν ποιος ήταν;” ρώτησε με δυσπιστία.

“Βέβαια, είπε: “Γεια, είμαι ο Πότερ και θα σε βγάλω νοκ άουτ””.

“Εντάξει, εντάξει. Υπέθεσα ότι γνωρίζεστε μεταξύ σας, αυτό είναι όλο. Συνήθως δεν τσακώνεται κανείς με ανθρώπους που δεν γνωρίζει”.

“Ναι, εντάξει, εγώ τσακώνομαι σχεδόν με όλους”, απάντησε ο Στίβεν. “Είναι καλός, αφού τον ξέρεις;”

“Δεν τον ξέρω”, διευκρίνισε η Σάσα. “Ξέρω μόνο το όνομά του. Είναι αρκετά σκληρός, φαντάζομαι, και έχει πολλούς φίλους”.

“Κι εγώ έχω φίλους”, είπε ο Στίβεν, αν και ο κύκλος των φίλων του περιοριζόταν λίγο πολύ στον Λίο και τη Σάσα. Και η Σάσα σίγουρα δεν ήταν μαχήτρια. 

Η Σάσα έδωσε στον Στίβεν ένα μήλο και ένα μπολ με σούπα. “Κάτι ωφέλιμο για σένα”.

“Ευχαριστώ”, είπε, παίρνοντάς τα αμέσως από τα χέρια της.

Η Σάσα κάθισε. Έσκυψε πιο κοντά του και άγγιξε το χέρι του. Στο άγγιγμά της, ο Στίβεν τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω. Η Σάσα τράβηξε το χέρι της αργά, παρατηρώντας τον.

“Ξέρεις, πραγματικά ανησυχώ για σένα τελευταία…” άρχισε, και μετά σταμάτησε, δαγκώνοντας τα χείλη της και κοιτάζοντας τα λεπτά  της χέρια.

“Γιατί;” ρώτησε ο Στίβεν κουνώντας το κεφάλι του. Έβγαλε το καπάκι του μπολ από φελιζόλ και μύρισε πεινασμένος το γλυκό και πικάντικο άρωμα.

” Να, ξέρεις… για την κατάσταση στο σπίτι, κι εσύ πίνεις πάρα πολύ…” σταμάτησε, ξύνοντας με το νύχι της ένα κομμάτι ξεραμένου φαγητού που είχε κολλήσει στην επιφάνεια του τραπεζιού.

Ο Στίβεν κοίταξε γύρω του και έσκυψε προς το μέρος της. “Σάσα! Δεν χρειάζεται να κάνεις βούκινο!” διαμαρτυρήθηκε χαμηλόφωνα.

“Μα ανησυχώ”, επέμεινε η Σάσα, κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Στίβεν κοίταξε τη σούπα του, αδειάζοντας τη με το κουτάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να καίγεται.

“Τίποτα δεν έχει αλλάξει”, της είπε. “Γιατί το αναφέρεις αυτό τώρα;”

“Δείχνει να χειροτερεύει”.

“Δεν είναι και τόσο άσχημα”, τη διαβεβαίωσε.

“Είναι. Φοβάμαι ότι μια μέρα θα έρθω στο σχολείο και δεν θα είσαι εδώ. Ποτέ.”

“Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.”

Τα αυτιά του έκαιγαν και συνέχισε να κοιτάζει επίμονα τη σούπα του.

“Και ο Λίο ανησυχεί”, πρόσθεσε η Σάσα.

“Τίποτα δεν ανησυχεί τον Λίο”, είπε ο Στίβεν απαξιωτικά.

“Εσύ το λες…! Κάθε φορά που στέκεται στη γωνία και σε περιμένει και εσύ αργείς…”

“Απλά άστο”, επέμεινε ο Στίβεν, κοιτάζοντας ξανά γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν άκουγε κανείς. Αλλά η Σάσα τώρα είχε πάρει φόρα και δεν σταματούσε.

“Πάντα ανησυχούμε μήπως είσαι στο νοσοκομείο, ή στο σπίτι λιπόθυμος, ή αναίσθητος…”

“Σάσα”, είπε, με φωνή πολύ χαμηλή αλλά έντονη. “Σταμάτα.”

Η Σάσα σταμάτησε να μιλάει. Ο Στίβεν συνέχισε να τρώει. Μετά από μερικά λεπτά σιωπής κοίταξε το πρόσωπό της. Το συνηθισμένο παιχνιδιάρικο χαμόγελό της είχε χαθεί, τα μάτια της ήταν λυπημένα.

“Τι περιμένεις να κάνω γι’ αυτό;” ρώτησε εκνευρισμένος. “Να φύγω από το σπίτι; Πόσο καλύτερη θα είναι η ζωή μου στους δρόμους; Τι ακριβώς περιμένεις να κάνω;”

“Να μιλήσεις σε κάποιον”, πρότεινε η Σάσα. “Σε έναν επαγγελματία. Και σταμάτα να πίνεις”.

“Να δω έναν ψυχίατρο ή έναν κοινωνικό λειτουργό και να μένω στεγνός. Ναι, αυτά θα βελτίωναν σίγουρα τη ζωή μου”. Ο Στίβεν γέλασε πικρόχολα. Έγειρε προς τα πίσω, με τη σούπα να έχει πλέον τελειώσει. Άρπαξε το μήλο έτοιμος να φύγει. “Η ζωή μου είναι χάλια, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να την διορθώσω”. 

Η Σάσα ήταν σιωπηλή, με δάκρυα να λάμπουν στα μάτια της. Ο Στίβεν την κοίταξε, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι και ξύνοντας τη βάση του κρανίου του. “Κοίτα, ξέρω ότι προσπαθείς να βοηθήσεις, Σάσα. Αλλά πίστεψέ με, αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσα να κάνω για να βελτιώσω τα πράγματα, θα το έκανα. Όμως είμαι λίγο πολύ καμένο χαρτί, γι’ αυτό μην το αναφέρεις συνέχεια”.

Η Σάσα αναστέναξε. “Δεν είσαι καμένο χαρτί”, επέμεινε εκείνη.

Ο Στίβεν σηκώθηκε από το τραπέζι.

Ο Στίβεν αμφιταλαντευόταν μεταξύ του να περάσει περισσότερο χρόνο με τον Λίο και του να πάει σπίτι του. Δεν του άρεσε που έπρεπε να αφήσει τους φίλους του τόσο νωρίς, αλλά ήξερε επίσης ότι αν γύριζε σπίτι πολύ αργά, δεν θα μπορούσε να αποφύγει τις συνέπειες. Αν επέστρεφε στην ώρα του, τουλάχιστον ίσως κατάφερνε να πάει στο δωμάτιό του και να πίνει το βράδυ μόνος του. Δεν του άρεσε να πίνει μπροστά στους φίλους του -ειδικά μετά από εκείνη τη μικρή διάλεξη της Σάσα. Ο Λίο τον έπιασε να κοιτάζει για άλλη μια φορά το ρολόι του εμπορικού κέντρου και τον συμβούλεψε να μην πάει σπίτι.

“Έλα τώρα, ρε φίλε. Μπορείς να μείνεις στο σπίτι μου”, τον προσκάλεσε ο Λίο. Χτύπησε πονηρά τον Στίβεν, “ή στη Σάσα”, είπε, τραβώντας το όνομά της και ανασηκώνοντας τα φρύδια του. “Δεν χρειάζεται να γυρίσεις σπίτι απόψε”.

“Όχι…” Ο Στίβεν διαμαρτυρήθηκε. “Πρέπει να πάω σπίτι”.

“Πόσο θα κρατήσει η τύχη σου;” ρώτησε ο Λίο, σηκώνοντας τα χέρια του. “Μείνε με έναν από εμάς αυτή τη φορά”.

“Δεν μπορώ, Λίο. Έχω πολλά μαθήματα απόψε”, ο Στίβεν κοίταξε το ρολόι. “Πρέπει να πάω σπίτι”.

“Δική σου είναι η ζωή”, αναστέναξε ο Λίο, εγκαταλείποντας την προσπάθεια.

Η δική μου μπερδεμένη ζωή, παραδέχτηκε ο Στίβεν μέσα του. Αλλά δεν το είπε δυνατά.

“Εντάξει… Θα σε δω αύριο”.

Τα αυτοκίνητα όλων ήταν στο δρόμο ή μπροστά από το σπίτι. Νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι, ο Στίβεν κοίταξε τον πορτοκαλί ουρανό και τις σκιές που όλο και αυξάνονταν.

Οι τέσσερις άνδρες βρίσκονταν στο σαλόνι. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν κορίτσια, μόνο πολλά σπασμένα άδεια ποτήρια διάσπαρτα στο πάτωμα και η μυρωδιά του μπαγιάτικου ιδρώτα και της μπύρας να διαποτίζει το σπίτι. Ο Ντιξ καθόταν πλάγια σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια κρεμασμένα στο μπράτσο της. Το βλέμμα του απομακρύνθηκε από την τηλεόραση. Ήταν ο πρώτος που είδε τον Στίβεν να κρυφοκοιτάζει από την πόρτα. Χάρισε στον Στίβεν ένα διασκεδαστικό μισοχαμόγελο. Ο Ντιξ είχε κοντά, αγκαθωτά σκούρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Ο Στίβεν συχνά αναρωτιόταν τι μπορεί να σκεφτόταν. Ο Ντιξ ήταν ο μικρότερος, πιο κοντά στον Στίβεν σε ηλικία απ’ ό,τι οι άλλοι, αλλά ο Στίβεν δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει πότε θα του φερόταν ευγενικά ή πότε θα συμμετείχε στις κακοποιήσεις μαζί με τους άλλους. Μερικές φορές το βλέμμα του Ντιξ ήταν απόμακρο, χαμένο, σαν να ονειρευόταν κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει.

Δίπλα στον Ντιξ ήταν ο Τζακ. Και μόνο που τον κοίταξε, στον Στίβεν κόπηκαν τα γόνατα, ενώ ένας μεγάλος κόμπος έκαιγε στο λαιμό του. Ο Τζακ ήταν εξίσου κακός με τον Ρας. Ήταν πάντα ευδιάθετος, γελούσε με τα πάντα – με ένα κοροϊδευτικό, σκληρό γέλιο. Λες και το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο ήταν να πληγώνεται κάποιος. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά και άγρια, σκληρά μάτια που ζαρώνουν στις γωνίες από γραμμές γέλιου, ένα τσιγάρο κρεμασμένο από το στόμα του, τα όμορφα κυματιστά μαλλιά του χτενισμένα στο πλάι σαν κάποιου γοητευτικού καρδιοκατακτητή στο εξώφυλλο ενός ρομαντικού κοριτσίστικου μυθιστορήματος. Κανείς όμως δεν μπέρδευε ποτέ τη χαρούμενη συμπεριφορά του με καλοσύνη. Ήταν σαν να έβλεπες έναν γελαστό διάβολο. Η γενειάδα του ήταν πιο βαριά από του Ντιξ, και διέτρεχε όλο το σαγόνι του, ενώ τα μάγουλά του ήταν ξυρισμένα. Ο Στίβεν μόλις και μετά βίας μπορούσε να δει τον Μιτς. Ο Μιτς ήταν λίγο διαφορετικός από τους άλλους. Πιο χαλαρός, όχι τόσο ένθερμος. Ήταν ταυτόχρονα προσεκτικός και ριψοκίνδυνος, ένας παράξενος συνδυασμός που τον έκανε να καταλαβαίνει τα πάντα γύρω του και να προκαλεί την τόλμη του διαβόλου. Έδειχνε ότι είχε να ξυριστεί αρκετές μέρες. Τα μαλλιά του ήταν επιδέξια ατημέλητα- μάλλον είχε ξοδέψει μια ώρα προσπαθώντας να τα κάνει να φαίνονται σαν να μην τον ένοιαζε πώς έμοιαζαν. Όταν ο Μιτς χαμογελούσε προκλητικά ή έκλεινε πονηρά το μάτι με τα σκούρα μάτια του… κάθε κορίτσι στο δωμάτιο λιποθυμούσε. Και ο Μιτς πρόσεξε τον Στίβεν, αλλά δεν χαμογελούσε σαν τον Ντιξ. Απλώς σήκωσε το κουτάκι της μπύρας του και ήπιε μια γουλιά, παρακολουθώντας τον Στίβεν σκεπτικός.

Από εκεί που στεκόταν ο Στίβεν δεν μπορούσε να δει τον Ρας, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς πίσω από τη γωνία, εκτός του οπτικού του πεδίου. Αλλά μπορούσε να νιώσει την παρουσία του και να τον ακούει όταν έκανε ένα σχόλιο στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα άλλα αγόρια. Ο Στίβεν μπορούσε να δει με το μυαλό του το πρόσωπο του Ρας. Μακρύ και αδύνατο, αγέλαστο, με μυτερό πηγούνι και σκιές κάτω από τα μάτια του, σαν να μην κοιμόταν ή να μην έτρωγε καλά – χαμένο βλέμμα. Παρόλο που το σώμα του ήταν αδύνατο, ήταν ευλύγιστος και εξαιρετικά δυνατός. Ο Στίβεν ήξερε ότι ήταν ο πιο δυνατός και ο πιο μοχθηρός από όλους τους υπόλοιπους. Τα μάτια του ήταν πράσινα, αλλά δεν ήταν όμορφος. Αμέσως μόλις τον έβλεπες καταλάβαινες ότι ήταν ο απόλυτα κακός. Κακός, απόλυτος, μοχθηρός και διεφθαρμένος.

Ο Στίβεν πήρε μια βαθιά ανάσα, ξεροκατάπινε και προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος καθώς διέσχιζε σκυφτός το δωμάτιο προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Μιτς πέταξε το μισογεμάτο κουτάκι μπύρας του προς την κατεύθυνση του Στίβεν, χτυπώντας τον στο πίσω μέρος του ώμου και εκτοξεύοντας μπύρα στο πρόσωπό του.

“Πού νομίζεις ότι πας τόσο βιαστικός;” τον ρώτησε.

“Στο δωμάτιό μου”, είπε ο Στίβεν, προσπαθώντας να συνεχίσει.

“Όχι, δεν νομίζω. Περνάς υπερβολικά πολύ χρόνο μόνος σου στο δωμάτιό σου”.

“Έχω διάβασμα”, διαμαρτυρήθηκε ο Στίβεν, επιδεικνύοντας τα βιβλία του.

“Ποιον νομίζεις ότι κοροϊδεύεις; Ποιος εδώ μέσα πιστεύει ότι ο μικρός Στίβι κάνει όντως τα μαθήματά του όταν γυρίζει σπίτι;”

Γύρω του ακούστηκαν περιπαικτικά σχόλια.

“Έλα να μας ευχαριστήσεις με την παρέα σου”, προέτρεψε ο Ντιξ. “Έλα τώρα, δεν σε βλέπουμε ποτέ πια, μικρέ. Έχουμε μερικά ωραία βίντεο απόψε”.

Ο Στίβεν προσπάθησε να καταπιεί τον κόμπο στο λαιμό του. Εξέτασε απελπισμένα τα πρόσωπά τους για μικροσκοπικές ενδείξεις της διάθεσης που είχαν. Ήξερε ότι θα προκαλούσε τη μοίρα του αν αρνιόταν, αλλά πιθανότατα μέχρι το τέλος της ταινίας θα ήταν τόσο μεθυσμένοι, που θα τον έδερναν, ακόμη κι αν είχε κάνει ό,τι του ζητούσαν.

“Αν δεν έρθεις εδώ και δεν απολαύσεις την ταινία μαζί μας…”, ξεκίνησε ο Ρας με χαμηλή, απειλητική φωνή.

Ο Ρας τρόμαζε τον Στίβεν περισσότερο από όσο όλοι οι άλλοι μαζί. Η φωνή του προκάλεσε ηλεκτρική φόρτιση στον Στίβεν, ωθώντας τον σε δράση.

” Απλά να τακτοποιήσω τα βιβλία μου”, είπε γρήγορα, κατευθυνόμενος και πάλι προς το δωμάτιό του. 

Μακάρι να μπορούσε να μπει εκεί μέσα, να κλείσει την πόρτα και να σπρώξει τη συρταριέρα και το κρεβάτι από πίσω… Ο Στίβεν άκουσε έναν τους να σηκώνεται όρθιος και έκανε μια απελπισμένη κούρσα προς την ασφάλεια του δωματίου του. Ένα χέρι έκλεισε γύρω από τον γιακά του σακακιού του, τον τράβηξε άγρια με ένα τράνταγμα που τον έκανε να πνιγεί, και μετά τον κράτησε ακίνητο. Ο Στίβεν δεν προσπάθησε να αντισταθεί.

“Απλώς τακτοποιώ τα βιβλία μου”, είπε λογικά, προσπαθώντας να κρύψει τη βαριά αναπνοή του.

“Νομίζεις ότι είσαι καλύτερος από εμάς;” ακούστηκε η τραχιά φωνή του Τζακ. Γελούσε. “Νομίζεις ότι μπορείς να βρεις καλύτερη παρέα; Ένα απόβρασμα είσαι, μικρέ. Ένα απόβρασμα του βόθρου, όπως είμαστε όλοι μας. Τώρα τσακίσου και γύρνα πίσω, αλλιώς θα σου σπάσω τα μούτρα!”

Η καρδιά του Στίβεν χτυπούσε γρήγορα. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.

“Λυπάμαι”, ζήτησε συγγνώμη, με τη φωνή του να σπάει. “Θα ερχόμουν πίσω”.

Ο Τζακ του πέταξε τα βιβλία από το χέρι και καθώς αυτά έπεφταν στο διάδρομο  του έδωσε απότομα ένα χαστούκι στο μάγουλο. Ήταν δυνατό και το πρόσωπο του Στίβεν έκαιγε από την ταπείνωση.

“Πήγαινε να απολαύσεις την ταινία”, ειρωνεύτηκε ο Τζακ.

Ο Στίβεν προχώρησε μπροστά του. Επέστρεψε πίσω στο μπροστινό δωμάτιο. Οι άλλοι χαμογέλασαν όταν τον είδαν να γυρίζει πίσω σαν δαρμένο σκυλί.

“Έι, έι, Στίβι μωρό μου. Γύρισες να απολαύσεις την ταινία μαζί μας, ε;” ειρωνεύτηκε ο Ντιξ.

“Ναι”, συμφώνησε ο Στίβεν και έπεσε σκυθρωπός στην παλιά μουχλιασμένη καρέκλα. Είχαν βάλει μια από τις ταινίες που ο Στίβεν με δυσκολία μπορούσε να κοιτάξει την οθόνη. Ήταν μια ταινία με ζωντανές ανθρωποκτονίες, απ’ ό,τι φαινόταν, και ακριβώς δίπλα υπήρχε μια ταινία σκληρού πορνό. Πήρε ένα από τα κουτάκια μπύρας και το άνοιξε. Αν επρόκειτο να μολύνει το μυαλό του με βρωμιά, τότε ας μόλυνε και το σώμα του. Ίσως αν μεθούσε αρκετά να το νέκρωνε και ίσως μέχρι να τελειώσουν τα βίντεο να ήταν αρκετά μεθυσμένος ώστε να μην αισθάνεται τίποτα.

I hope you enjoyed this sample of

Μην ξεχνάσ Τον στίβεν

By P.D. Workman

Buy Links

Scroll to Top